- εσώκλειστος
- -η, -ο1. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε κάτι, κυρίως σε φάκελο επιστολής («εσώκλειστος λογαριασμός»).επίρρ...εσωκλείστως και -αμέσα σε κάτι, ιδίως σε φάκελο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσω-κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.